Ποια είναι η σημερινή κατάσταση ?
Μάλλον ελάχιστα καλύτερη απ΄ ότι πριν 30 χρόνια.
Εκατοντάδες νέοι συνάδερφοι, προσπαθούν να ξεκινήσουν κάπως την επαγγελματική τους καριέρα, δηλαδή να αναπληρώσουν αυτά που δεν έμαθαν στο Πανεπιστήμιο, παρακαλώντας να βρουν μια θέση «πρακτικής» σε κάποιον φορέα που παρέχει υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Χωρίς οργανωμένο πρόγραμμα πρακτικής, χωρίς επόπτες ή με φοβισμένους δημοσίους υπαλλήλους, ψυχολόγους του ΕΣΥ που παράνομα κατέχουν θέση ψυχολόγου και ξέρουν ότι αν ανοίξουν το στόμα τους θα φανεί η γύμνια τους, πίνουν καφέδες περιφερόμενοι στους διαδρόμους των νοσοκομείων και .
Μερικοί τα καταφέρνουν και μέσω γνωριμιών καταφέρνουν να ανοίγουν την πόρτα του μπαμπά-κράτους και τρυπώνουν σε διάφορες θέσεις σε δημοτικές υπηρεσίες ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου Δικαίου. Πληρώνονται τόσο όσο οι καθαρίστριες, μήνες μετά αν τα πάρουν και αυτά, χωρίς εποπτεία και καθοδήγηση στην αρχή με φιλοτιμία, αργότερα με θυμό, εγκλωβισμένοι σε ένα σύστημα που κανένας δεν καταλαβαίνει τι μπορούν να προσφέρουν, με ανύπαρκτες γνώσεις από ένα Πανεπιστήμιο που οι ίδιοι επέλεξαν να μην επισκέπτονται παρά μόνο για να δώσουν τις εξετάσεις, φοβισμένοι για το αβέβαιο μέλλον τους που εξαρτάται από τον Δήμαρχο, εγκαταλείπονται και αποκτούν έναν αυτοσκοπό, να βάλουν και το δεύτερο πόδι στο Δημόσιο.
Κάποιοι φιλόδοξοι, καλοί φοιτητές, ευσυνείδητοι διψασμένοι για γνώση, βρίσκονται σε διάφορα projects, καθηγητών ή ευρωπαϊκά. Τους ξεζουμίζουν και μετά ξαναβρίσκονται στον δρόμο με μια βεβαίωση στα χέρια τους και μια ακόμη γραμμή στο βιογραφικό τους που κανείς δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει.
Κάποιο δουλεύουν στις τηλε-αστέρες που άνοιξαν γραφεία για να εκμεταλλευτούν την τηλεοπτική προβολή που πήραν, αλλά λόγω του ότι είναι νηπιαγωγοί ή απόφοιτοι λυκείου, ψυχολόγοι – μαϊμούδες, ζητούν βοήθεια από επίσης ανίδεους ανθρώπους να καλύψουν την απάτη τους.
Άλλοι πάλι μαζεύουν βεβαιώσεις από ημερίδες και σύντομες εκπαιδεύσεις, μέσα στην αγωνία να καλύψουν αυτά που το πανεπιστήμιο δεν τους έδωσε ή οι ίδιοι δεν θέλησαν να πάρουν. Περνούν χρόνια σε αυτήν την ενάεη αναζήτηση βεβαιώσεων φοβισμένοι να ψάξουν για δουλειά ή απλά βέβαιοι ότι δεν θα βρουν.
Κάποιοι από τους πιο πάνω, εγκατέλειψαν, έγιναν δακτυλογράφοι που λέει και ο φίλος που τον είδα θυμωμένο σε σχόλιο του σε παλαιότερη δημοσίευση.
Κάποιοι που έχουν και την οικογενειακή υποστήριξη, το θάρρος και το επίπεδο, εκπαιδεύονται σε μακροχρόνιες ψυχοθεραπευτικές εκπαιδεύσεις, κάνουν μεταπτυχιακά, σοβαρά (όπως αυτό της Κλινικής Ψυχολογίας στο Παν/μιο Αθηνών) κάποιοι σε άλλα λιγότερο χρήσιμα (όπως η πλειοψηφία αυτών που παρέχονται από αγγλικά πανεπιστήμια).
Κάποιοι άλλοι, τις περισσότερες φορές μεγαλύτεροι σε ηλικία, ασκούν ιδιωτικό επάγγελμα, σε έναν χώρο που λίγοι επιβιώνουν. Πολλοί απ΄αυτούς, όπως και οι συνάδελφοι τους ψυχίατροι, κάνουν πράγματα που αν υπήρχε επιτροπή δεοντολογίας θα τους έπαιρνε τα διπλώματα χωρίς πολύ συζήτηση.
Μα τόσο μαύρα είναι τα πράγματα θα μου πείτε. Ναι λέω εγώ, κατάμαυρα.
Πόσους έλληνες κλινικούς ψυχολόγους έχετε δει να δημοσιεύουν σε σοβαρά περιοδικά τα αποτελέσματα της κλινικής δουλειάς τους ? Πόσους ξέρουμε που είναι συνδρομητές σε ένα επιστημονικό ξενόγλωσσο περιοδικό ? Πόσοι συνεχίζουν να εκπαιδεύονται, να έχουν εποπτεία ή να είναι σε ομάδα αυτογνωσίας? Πόσους είδαμε να έχουν ομιλίες στο τελευταίο πανευρωπαϊκό συνέδριο ? Αν ρωτήσουμε κάποιον ευρωπαίο συνάδερφο που κάνει κλινική δουλειά ανεξαρτήτου θεωρητικού μοντέλου που πρεσβεύει, ποιόν έλληνα ψυχολόγο γνωρίζει, άντε το πολύ να μας πει ότι ξέρει την κα. Φατούρου και 2-3 άλλους (ας με συγχωρήσουν οι συνάδερφοι που τους ξέχασα αλλά, δεν είναι ο σκοπός του σχόλιού μου να αποδώσω τιμές).
Δεν εξηγείται αυτή η στασιμότητα μόνο από την ιδεολογία της ελάσσονος προσπάθειας που έχει κυριαρχήσει στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 80. Υπάρχουν και άλλα προβλήματα που εμποδίζουν την ανάπτυξη του επαγγέλματος στην Ελλάδα και όταν μιλάω για επάγγελμα εννοώ την κλινική ψυχολογία, καθότι για την κατάσταση της σχολικής, της γνωστικής, της εργασιακής Ψυχολογίας δεν είμαι σε θέση να εκφράσω άποψη.
Όσο και να καλυτερεύσουν τα προπτυχιακά μαθήματα, όσα λεφτά και να δοθούν για εργαστήρια που δεν έχουμε, όσους ΔΕΠ και να προσλάβουμε, όσο και αν καλυτερέψουν οι βιβλιοθήκες, αν δεν συνδεθεί το πανεπιστήμιο με την κλινική, οι απόφοιτοι Ψυχολογίας στην Ελλάδα θα αποφοιτούν χωρίς να έχουν δει ποτέ τους ασθενή.
Κατά την άποψή μου το πρόβλημα στην Κλινική Ψυχολογία ξεκινάει από την άρνηση του Υπουργείου Υγείας και την ανικανότητα των επαγγελματικών συνδικαλιστικών μας φορέων να εφαρμόσουν τον νόμο που προβλέπει ότι οι ελάχιστοι ψυχολόγοι των νοσοκομείων εντάσσονται στο ΕΣΥ. Και αυτό σημαίνει ότι σε κάποια νοσοκομεία ικανοί συνάδερφοι θα γινόταν Διευθυντές ΕΣΥ σε μια Ψυχολογική Υπηρεσία που δεν υπάρχει σε αντίθεση με την ιατρική υπηρεσία, την κοινωνική υπηρεσία, την νοσηλευτική υπηρεσία κτλ.
Προσωπικά είδα τι σημαίνει αυτό όταν ως προπτυχιακός και αργότερα ως μεταπτυχιακός στο αυστριακό νοσοκομείο που έκανα την ειδικότητά μου ο διευθυντής μου ήταν Κλινικός Ψυχολόγος. Δεν θέλω αν αναφερθώ σε αυτονόητα πράγματα, αλλά η υπηρεσία μου πρόσφερε εκπαίδευση, πολλά περιστατικά και καθημερινή εποπτεία. Όποιος είναι Ψυχολόγος ξέρει πόσο σημαντική είναι για μας μια καλή και προπαντός οργανωμένη εποπτεία.
Θεωρώ ότι η στιγμή που θα δούμε τον πρώτο Ψυχολόγο Διευθυντή του ΕΣΥ ή τον πρώτο καθηγητή που έχει δική του πανεπιστημιακή κλινική, θα είναι ιστορική για το επάγγελμα μας.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να διευκρινίσω ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν για τους αποφοίτους του μεταπτυχιακού προγράμματος ειδίκευσης στην Κλινική ψυχολογία του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αυτά τα παιδιά που περνάνε 4 χρόνια σε αυτό το μεταπτυχιακό δουλεύοντας σχεδόν 2 χρόνια στην κλινική και μαθαίνοντας στο πανεπιστήμιο όλα αυτά που χρειάζεται ένας κλινικός ψυχολόγος για να αισθάνεται σιγουριά και αυτοπεποίθηση είναι σίγουρα σε διαφορετική θέση. Παράλληλα οι περισσότεροι από αυτούς κάνουν μια παράλληλη τετραετή ή πενταετή εκπαίδευση στην Ψυχοθεραπεία. Αλλά αυτοί είναι 20 άτομα που αποφοιτούν κάθε 2 χρόνια. Μαζί με αυτούς οι περισσότεροι απόφοιτοι του ΙΕΘΣ, κάποιοι απόφοιτοι σοβαρών ψυχοδυναμικών προγραμμάτων εκπαίδευσης και φυσικά αυτοί που έρχονται με διδακτορικά κλινικής ψυχολογίας ψυχολογίας από το εξωτερικό μπορούν να σταθούν σε έναν κλινικό χώρο ή σε ένα ιδιωτικό γραφείο με αξιώσεις. Αυτοί οι 20-30 είναι μια σταγόνα στο ωκεανό των 500 αποφοίτων ψυχολογίας που κάθε χρόνο μπαίνουν στην αγορά εργασίας ή καλύτερα, θα ήθελα να μπουν.
Αυτά που γράφω πιο πάνω δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση την στάση και τις απόψεις μερικών ψυχιάτρων που κατά καιρούς ακούω σχετικά με τους Ψυχολόγους. Όσο άσχετος να είναι ο άλλος, δεν δικαιολογείται να πιστεύει ότι λεγόμαστε κλινικοί ψυχολόγοι γιατί ξαπλώνουμε τους ασθενείς πάνω σε «κλίνες». Όσο ξεχασιάρης και να είναι δεν δικαιολογείται να ξεχνάει ότι ο εκπαιδευτής του στην Αγγλία, στην Γερμανία ή στις ΗΠΑ ήταν Κλινικός Ψυχολόγος. Όσο αφηρημένος και να είναι δεν δικαιολογείται να μην παρατηρεί ότι στο τελευταίο παγκόσμιο συνέδριο που βρέθηκε, οι κύριοι ομιλητές ήταν κλινικοί Ψυχολόγοι.
Αλλά αυτά θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή και σε καμία περίπτωση δεν εξηγεί η άγνοια ή η υποτίμηση των Ψυχιάτρων την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο επάγγελμα μας.